ημιστύλιο

ημιστύλιο
το
είδος παραστάδος που έχει μορφή και διακόσμηση μισού κίονα, Ημικίων*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + στύλος + κατάλ. -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημικίονας — Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Σημαίνει την κολόνα (τον κίονα) που στο μισό της διαμέτρου της εισχωρούσε σε τοίχο ή σε βάθρο. * * * και ημικίων, ο μισός κίονας διχοτομημένος καθέτως που τοποθετείται ως παραστάδα, αλλ. ημιστύλιο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”